Ατλάζια, μετάξια, ασήμια, βελούδα και μαλάματα. Αυτά έφερναν οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες Τσάκωνες από την Πόλη, τη Βηρυτό, την Αφρική, τ...
Ατλάζια, μετάξια, ασήμια, βελούδα και μαλάματα. Αυτά έφερναν οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες Τσάκωνες από την Πόλη, τη Βηρυτό, την Αφρική, την Προύσα. Και τα απόθεταν στα πόδια των κυράδων τους. Οι "αρχόγκισε", οι "καθούµενε", οι αρχοντοπούλες δηλαδή, έφτιαχναν µε αυτά τις περίτεχνες φορεσιές τους.
Η τσακώνικη φορεσιά δεν ντύνει τη γυναικεία φιγούρα. Τη μετουσιώνει σε ζωντανό άγαλμα. Το χρώμα το εκλεκτό, το κόκκινο, μετατρέπει το ρούχο σε έναν ύμνο της γονιμότητας. Είτε πιο απλή και λαϊκή, είτε βαρύτιμη και πλουμιστή, η τσακώνικη ενδυμασία είναι µια έκφραση τιμής στη γυναικεία φύση.
Στο πέρασμα του χρόνου μικρές παραλλαγές και βελτιώσεις έδωσαν τη σημερινή της μορφή. Τα καθημερινά ενδύματα ήταν από ριγωτό ύφασμα μικρασιάτικο, υφαντά. Τα επίσημα όμως, για τις χαρές και τις γιορτές, ήταν πραγματική έκρηξη. Δαντελωτό άσπρο πουκάμισο είναι η βάση της φορεσιάς, το "όγιουµα", ένδυμα δηλαδή. Έχει μακριά μανίκια που λέγονται καλκάνια και πάνω από αυτό φοριέται το φόρεμα από ατλάζι, σε χρώμα πράσινο βαθύ λαδί ή κίτρινο του ήλιου. Είναι φτιαγμένο έτσι που όταν το φοράει η κοπέλα να μοιάζει µε ιέρεια. Έχει ανοιχτό μπούστο και κλείνει σφιχτά µε τα τσαπράζια, μικρές πόρπες δηλαδή και αμέτρητα πιετάκια στη μέση. Τα μανίκια του ανοίγουν στο τελείωμα, δίνοντας κύρος. Κατόπιν το φόρεμα χύνεται σε µια φούστα κυκλική µε κόκκινο φαρδύ τελείωμα, σα γλώσσα φωτιάς.
Δένει στη μέση µε "ασημοζούναρο" στολισμένο µε δίδυμες περίτεχνες πόρπες. Κάποτε από πάνω φορούσαν βαρύτιμα κοντογούνια, άλλοτε ζιπούνια από τσόχα. Οι Πραστιώτισσες πρώτα και μετά όλες οι κοπέλες καθιέρωσαν να φορούν πάνω από το φουστάνι έναν ολόκορμο επενδύτη που λέγεται τζουµπές. Από αυτόν είναι που ονομάστηκαν "τζουµπελούδες". Αυτός ο επενδύτης, ριχτός, βαρύς, κόκκινος σαν Ανάσταση, δίνει στις γυναίκες ομοιομορφία, σαν να είναι όντως µια παρέλαση από Καρυάτιδες.Πριν από τον Όθωνα και την Αμαλία οι γυναίκες έβαζαν κεφαλόδεσμο για στολίδι. Μετά επικράτησε το γνωστό φεσάκι µε τη σκουρόχρωμη φούντα. Στόλιζαν το μέτωπο µε την κορώνα, ένα κόσμημα μοναδικό. Κατέληγε σε πολλές αλυσίδες κι άλλοτε στο τελείωμά του είχε φλουριά, άλλοτε πάλι χάντρες. Στα πόδια φορούσαν άσπρες κάλτσες χειροποίητες µε φυτικά μοτίβα και τέλος πατούσαν τη γη µε τα χρυσοκέντητα παντοφλάκια τους.Πάνω σε αυτό το βασικό μοτίβο "χτίζονταν" όλες οι φορεσιές. Διέφεραν τα στολίδια και τα είδη των υφασμάτων, ανάλογα µε την κοινωνική θέση και την ευμάρεια της οικογένειας της κοπέλας. Βαριά μεταξωτά βυσσινιά επιστρατεύονταν για τα αρχοντικά νυφικά. Άλλοτε πάλι, βαρύτιμα βελούδα µε συρματερά κεντήματα.
Ο πλούτος όλος που συνέρευσε στην Κυνουρία από το ανθηρό εμπόριο, εκφράστηκε στην περίτεχνη γυναικεία φορεσιά, Κι όμως. Τίποτα δεν είναι εκτός μέτρου. Το σύνολο έχει µια σχεδόν αρχιτεκτονική δομή που κάνει τον άνθρωπο να προσανατολιστεί στο πρόσωπο της κοπέλας, στην έκφρασή της και εντέλει στην προσωπικότητά της. Στα πάμπολλα πανηγύρια και τις γιορτές που γίνονται στο Λεωνίδιο οι κοπέλες βάζουν την αρχαία τους αμφίεση και πιάνονται στο χορό. Μοιάζει σαν αυτός ο χορός που ξεκίνησε στην αυγή του κόσμου να µην έχει κάνει ακόμα την τελευταία στροφή, που όλο και χάνεται προς το μέλλον.



Δεν υπάρχουν σχόλια