Του δασκάλου Γιάννη Θ. Κορολόγου. Ποιος δε θυμάται τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής (1940-1945) με την πείνα και τις στερήσεις, το φόβο για τα ...
Του δασκάλου Γιάννη Θ. Κορολόγου.
Ποιος δε θυμάται τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής (1940-1945) με την πείνα και τις στερήσεις, το φόβο για τα αντίποινα των Γερμανών, τις καταστροφές και τις συμφορές;
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, περί τα τέλη Ιουνίου 1944 αναστατώθηκε η Παλιόχωρα. Οι Γερμανοί χωρίς αιτία πήραν ως ομήρους δεκατρείς συγχωριανούς και τους έστειλαν στη Γερμανία. Το γεγονός συγκλόνισε τον Τυρό. Όλοι ανάστατοι, γιατί δεν ήξεραν αν θα ξαναγυρίσουν ζωντανοί. Ο πόλεμος είναι πάντα η κατάρα του Θεού. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει από ώρα σε ώρα.
Ένα χρόνο έκαναν στη Γερμανία, δουλεύοντας σκληρά και με άθλιες συνθήκες στις βιομηχανίες, αντικαθιστώντας τα γερμανικά νιάτα που μάχονταν στα διάφορα μέτωπα, πιστά στις ναζιστικές ιδέες.
Ένα χρόνο, χωρίς καμία είδηση που να λέει ότι ζουν ή έχουν πεθάνει. Το μοιρολόι αντηχούσε σε όλο το χωριό κάθε φορά που πικρό μαντάτο έλεγε πως οι Γερμανοί καίνε τους αιχμαλώτους και τους κάνουν σαπούνι.
Ήρθε το 1945. Οι Γερμανοί έχασαν τον πόλεμο. Τα νικηφόρα στρατεύματα των συμμάχων βρήκαν ζωντανούς τους όμηρους Τυριώτες. Ανοιχτός ο δρόμος για την πατρίδα. Έτσι αντάμα και οι δεκατρείς, έπειτα από 15 ημερόνυχτα ταξίδι, μέσα από δυσκολίες και κινδύνους, έφτασαν στην Αθήνα. Στο καΐκι του Μιχάλη Αλευρά ή Βαπορά έλαχε το προνόμιο να φέρει τους όμηρους στο χωριό από τον Πειραιά. Πέρασε τις Σπέτσες και διασχίζοντας τον Αργολικό πλησίαζε ολοένα στον Τυρό. Η γαλανόλευκη κυμάτιζε στο κατάρτι και όσοι την έβλεπαν από την παραλία έβγαζαν το συμπέρασμα πως κάποιο ευχάριστο μαντάτο φέρνει.
Το χαρμόσυνο μήνυμα ότι επιβάτες του καϊκιού είναι οι όμηροι το έδωσε ο Κώστας Ζαρόκωστας ή Φραγκούλης με τους απανωτούς δυναμίτες που έριχνε στη θάλασσα από τη μικρή ψαρόβαρκά του. Το ευχάριστο γεγονός, σαν αστραπή απλώθηκε σε όλο το χωριό. Η χαρά όλων, εκείνες τις ευλογημένες στιγμές, δεν περιγράφεται. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν χαρμόσυνα. Τρέχουν όλοι στην Παραλία, άντρες, γυναίκες, παιδιά και δεν πιστεύουν στα μάτια τους, που βλέπουν ζωντανούς τους όμηρους. Είχα φτάσει σχεδόν από τους πρώτους και σαν ψέμα μου φαινόταν που έβλεπα ανάμεσα στους όμηρους και τον πατέρα μου.
Την άλλη μέρα πήγα στο σχολείο. Ο ερχομός του πατέρα μου άλλαξε πολλά μέσα μου. Όταν μπήκαμε στην αίθουσα, χαρούμενος κι ο δάσκαλός μας, ο κ. Κοκκοκιός, μας έβαλε να γράψουμε έκθεση με θέμα: «Ήρθαν οι Όμηροι». Τέτοιες ευκαιρίες με έντονα βιώματα δεν τις άφηνε να πάνε χαμένες. Εγώ πήγαινα στην Δ' τάξη. Από τη μεγάλη μου χαρά δεν μπορούσα να σκεφτώ, να εκφράσω τα συναισθήματά μου με λόγια. Θεώρησα καλό να εκφράσω με άλλο τρόπο κάτι που είχα θεοποιήσει μέσα μου. Κι αυτό το κάτι ήταν το καΐκι που έφερε τους Όμηρους. Το ζωγράφισα, όσο μπορούσα πιο καλά, έβαλα τη σημαία και μέσα στο καΐκι τους δεκατρείς Όμηρους. Τον πατέρα μου τον έφτιαξα πιο μεγάλο απ' όλους κι ας ήταν ο πιο κοντός. Έτσι τον ένιωθα στην καρδιά μου. Περίμενα κάποια παρατήρηση ή τιμωρία από το δάσκαλο, που αντί για γραφτό κείμενο, εγώ ζωγράφισα το καΐκι-άγγελο. Αυτός με χάιδεψε συγκινημένος κι ένα δάκρυ από τα μάτια του ενώθηκε με το δικό μου δάκρυ.
Οι περισσότεροι Όμηροι ζουν σήμερα. Ο καθένας και μια ζωντανή ιστορία από τα ναζιστικά χρόνια. Δεν παύουν να διηγούνται τα βάσανά τους που έχουν αφήσει σημάδια στην ψυχή τους. Δεν ξεχνιούνται εύκολα αυτές οι περιπέτειες, όπως κι εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω το καΐκι που ζωγράφισα.
Από το βιβλίο "Αναμνήσεις και Αναδρομές ενός Τσάκωνα"
Έκδοση: Αθήνα 2002



Δεν υπάρχουν σχόλια