Page Nav

HIDE

Grid

GRID_STYLE

Hover Effects

TRUE
{fbt_classic_header}

Header Ad

//

Breaking News:

latest

Ads Place

"Το δικό μου Λεωνίδιο"

Της Λουκίας Ρίτσαρντς . ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΟΛΟ ΣΤΡΟΦΕΣ Ποτέ δεν θα συνηθίσω τα εβδομήντα χιλιόμετρα του φιδωτού δρόμου, κατά μήκος της ακτογραμμής,...

Της Λουκίας Ρίτσαρντς.


ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΟΛΟ ΣΤΡΟΦΕΣ

Ποτέ δεν θα συνηθίσω τα εβδομήντα χιλιόμετρα του φιδωτού δρόμου, κατά μήκος της ακτογραμμής, από το Κυβέρι στο Λεωνίδιο κι ας έχω κάνει τη διαδρομή αυτή πάνω από 500 φορές.
Πρωτόγνωρη μου φαίνεται κάθε φορά η φύση και με ξαφνιάζουν, σαν να ' ναι η πρώτη φορά, η χρωματική πανδαισία των φυτών, των βράχων και της θάλασσας. Είναι σαγηνευτική η γοητεία της άγριας φύσης στην ανατολική Αρκαδία και με κάνει να ξεχνάω το πόσο -- κανονικά -- θα έπρεπε να ζαλίζομαι από τις τόσες πολλές στροφές -- στροφές που επιπλέον προξενούν φόβο και δέος αν κοιτάξει κανείς κάτω κι αντικρύσει τους απόκρημνους, σαν κομμένους με το μαχαίρι, γκρεμούς.
Ελιές, αγριολούλουδα, σπάρτα, συκιές, βελανιδιές, ρέματα και κρυφές παραλίες ανάμικτα με ξερολιθιές, εκκλησάκια, μικρά μνημεία, κοκκινόχρωμες πλαγιές που υψώνονται σε απόκρημνα βράχια και χάνονται μέσα στα σύννεφα, αλλά και πελώρια λιθάρια που ισορροπούν το ένα πάνω στο άλλο σχηματίζοντας ζωόμορφα συμπλέγματα, αρχαία τείχη, ορεινά χωριά και το βαθύ γαλάζιο του Μυρτώου: όλα αυτά μου φαίνονται σαν να έχουν βγει από το εργαστήριο ενός ταλαντούχου πλήν όμως ανυπόμονου γλύπτη που πιάνει, ζουλάει, αφήνει, κόβει, κολλάει τα υλικά του και τα εκσφενδονίζει άμα το αποτέλεσμα δεν του κάνει κέφι, για να αφήσει στο τέλος το έργο του ημιτελές, αλλά και γεμάτο ενδείξεις ότι πίσω από όλη αυτή την αταξία κρύβεται μία μεγαλοφυία....
Προκαλούν την φαντασία μου τα ''πλάσματα'' αυτά από πέτρα, χώμα, δέντρα, νερό και σύννεφα, όλα αυτά τα αλλόκοτα σχήματα που μοιάζουν να ζωντανεύουν κάτω από τις ακτίνες του αμείλικτου ήλιου της νότιας Ελλάδας -- αυτού που δεν αφήνει κανένα περιθώριο άλλης απόχρωσης πέραν του λευκού και του μαύρου, του φωτός και της σκιάς -- και σκέφτομαι πόσο σωστά η ελληνική φαντασία προίκισε την Αρκαδία με αναρίθμητους μύθους για τον Πάνα, τους τραγοπόδαρους σάτυρους και νύμφες, αλλά και τα στοιχειά και τις νεράιδες.
Αυτά τα 70 χιλιόμετρα στροφές τα θεωρώ ένα είδος κάθαρσης -- ένα κάλεσμα να αφήσω πίσω μου ό,τι προβλέψιμο βιώνω στην καθημερινότητα μου και να αφεθώ στην εμπειρία της επιστροφής σε έναν τόπο που δεν υπάρχει πια κι όμως εκεί που πάω ζει: την ''παλαιά Ελλάδα'', τους θρύλους και τις παραδόσεις της.

ΚΑΟΥΡ ΕΚΑΜΑΤΕ

"Καούρ εκάματε'' γράφει η πινακίδα στην είσοδο του Λεωνιδίου, την πρωτεύουσα της Τσακωνιάς.
Ηχούν οικείες οι φράσεις που διαβάζω πάνω στις πινακίδες του Λεωνιδίου, αν και χωρίς την νεοελληνική τους απόδοση δεν τις καταλαβαίνω. Οι πιο παλαιοί μιλάνε ακόμα τα τσακώνικα και πολλοί περισσότεροι τα καταλαβαίνουν.
''Τσε ποίου;'' (τί κάνεις;) και ''Ούρα κα'' (ώρα καλή) είναι δύο φράσεις που ακούγονται συχνά στο Λεωνίδιο και στα τσακωνοχώρια: Άγιο Ανδρέα, Τυρό και Καστάνιτσα. Είναι τα σπαράγματα μίας δωρικής διαλέκτου που προ 40 ετών ακόμα -- πριν γίνει ο δρόμος και ολοκληρωθεί η επέλαση της τηλεόρασης -- ήταν η κύρια γλώσσα της περιοχής. Τα δυσδιάβατα βουνά διαφύλαξαν τη διάλεκτο από ξένες επιρροές, όπως άλλωστε και την αρχαία θρησκεία, για πολλούς αιώνες μετά την έλευση του Χριστιανισμού.

Η Τσακωνιά, άλλωστε, είναι το λίκνο του θεού Διονύσου, μια που η λάρνακα με το θεό και τη νεκρή μητέρα του Σεμέλη ξεβράστηκε στο επίνειο της περιοχής -- το σημερινό γραφικό λιμανάκι της Πλάκας -- και το θείο βρέφος ανατράφηκε σε μία σπηλιά, στη θέση της οποίας είναι χτισμένο σήμερα το κατάλευκο μοναστήρι-αετοφωλιά, τον Άγιο Νικόλαο της Σίντζας (συκιάς).
''Διονύσου Κήποι'' αποκαλεί ο Παυσανίας τον εύφορο κάμπο της πολίχνης που τον διασχίζει ο ορμητικός τον χειμώνα χείμαρρος Δαφνών -- κατάσπαρτος από πελώριες δάφνες.
Μου αρέσει πολύ να περπατώ μέσα στην ξερή κοίτη του το καλοκαίρι και να προχωρώ προς τις πηγές του περικυκλωμένη από τα ψηλά βουνά. Εκεί νιώθω την τεράστια ενέργεια του τόπου, τη δύναμη της φύσης που σε σπρώχνει να προχωρήσεις και να γίνεις ένα με αυτή, ένα με τους αετούς που πετάνε στις χαράδρες, ένα με τα πελώρια πλατάνια στις όχθες του Δαφνώνα, ένα με τις τεράστιες κοτρώνες που μύρια πρόσωπα έχει χαράξει πάνω τους η ορμή του νερού. Ίσως αυτή να ήταν η δύναμη που έσπρωξε τους Λεωνιδιώτες να φεύγουν και να ξαναγυρίζουν, δημιουργώντας ό,τι ήταν το Λεωνίδιο καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Το Λεωνίδιο το αγαπώ κι αυτό όχι μόνον επειδή είναι ο τόπος καταγωγής της οικογένειας μου.
Ο παππούς της γιαγιάς μου Αντώνιος Λεκός ήταν ο πρώτος δήμαρχος της μικρής πόλης για πολλές δεκαετίες.
Πρόσφυγες ήρθαν οι πρόγονοι μου από τον Πραστό, την παλιά πρωτεύουσα της Τσακωνιάς, που κατέκαψε το 1826 ο Ιμπραήμ Πασάς. Ακολουθώντας το μοναδικής ομορφιάς μυστικό μονοπάτι που διασχίζει τον Πάρνωνα συνδέοντας τον Πραστό (πάνω από τον Άγιο Ανδρέα) με το οροπέδιο της Βασκίνας και από εκεί με την εύφορη κοιλάδα που βγαίνει στην παραλία, έκτισαν τη νέα τους πρωτεύουσα, το Λεωνίδιο, στον τόπο που μέχρι τότε ζούσαν κυρίως οι καλλιεργητές της γης τους.
''Σίγουρο τόπο'' ονόμαζε ο Κολοκοτρώνης το Λεωνίδιο, καθώς ο απότομος, πελώριος κοκκινόβραχος Ταραμάς που δεσπόζει πάνω από τη μικρή πόλη, αλλά και τα απροσπέλαστα βουνά που την προστατεύουν, εμπόδισαν τον Ιμπραήμ να κατεβεί στην κοιλάδα.
Η ανάμνηση της καταδίωξης του Ιμπραήμ, αλλά και ο φόβος των πειρατών, αποτυπώθηκε στην αρχιτεκτονική των αρχοντικών, τα οποία φαντάζουν απόρθητα φρούρια με τις τεράστιες ξύλινες εξώθυρες τους, τα σιδερόφρακτα παράθυρα, τις τεράστιες κλειδαριές και τους ψηλούς μαντρότοιχους τους.

ΠΡΑΣΤΟΣ ΚΑΙ ΛΕΝΙΔΙ

Ήταν πλούσιος ο αμφιθεατρικά κτισμένος Πραστός με τους 30.000 κατοίκους στις αρχές του 19ου αιώνα.
Τα ερείπια του μαζί με λίγους από τους αναστηλωμένους τετραόροφους πύργους που κατοικούνται σήμερα, σώζονται ακόμα κι αξίζουν μία επίσκεψη. Οι κάτοικοι του που πλούτισαν από το εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
''Η Πόλη βγάζει τ' άσπρα (νομίσματα) και ο Πραστός τα κάνει κάστρα (πλοία)'' λέει ένα ντόπιο τραγούδι.
Κάνοντας περιουσίες στην Πόλη οι Πραστιώτες αρμάτωσαν πλοία στις αντικρυνές Σπέτσες για τον αγώνα της ανεξαρτησίας.
Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, τιμωρήθηκαν σκληρά.
Κάθε φορά που επισκέπτομαι τον Πραστό αναρωτιέμαι: πώς ήταν δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι χωρίς φαξ, τηλέφωνα, ίντερνετ, χαμένοι μέσα στα αφιλόξενα αρκαδικά βουνά, χωρίς καμία έξοδο προς τη θάλασσα, να κάνουν τόσο πετυχημένες business, ώστε να αποκτήσουν το μονοπώλιο του βουτύρου, αλλά και τον απόλυτο έλεγχο των πλωτών μεταφορών στα Βαλκάνια;
Τί όραμα ήταν αυτό που τους κινούσε και γιατί οι σύγχρονοι Έλληνες δεν έχουμε βρει ακόμα το δικό μας όραμα, αυτό που θα μας σπρώξει να κινήσουμε ξανά γη κι ουρανό;

Το Λεωνίδιο (Λενίδι) δεν υπήρξε ποτέ ένα μικρό χωριό που μεγάλωσε σταδιακά σε πόλη, όπως συνέβη σε τόσα μέρη της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, αλλά χτίστηκε εξ αρχής με τα χαρακτηριστικά αρχοντικά του σε σχήμα Γ που θυμίζουν τα αντίστοιχα των Σπετσών, νησί με το οποίο οι κάτοικοι είχαν στενές εμπορικές και οικογενειακές σχέσεις. Τα αρχοντικά αυτά εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη καθώς αποτελούν σιωπηλούς μάρτυρες ενός πλούτου -υλικού και πνευματικού- που σταδιακά εξασθένισε και παρήκμασε μετά τον πόλεμο.
Ουράνης, Σαραντάρης, Βαρβέρης, Δέφνερ, Λεκός είναι τα ονόματα μερικών από τους διανοούμενους που δραστηριοποιήθηκαν στο Λεωνίδιο στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που ''καλή οικογένεια'' σήμαινε ότι τα παιδιά -- αγόρια και κορίτσια -- αποκτούσαν μόρφωση, μιλούσαν ξένες γλώσσες κι εκπαιδεύονταν από μικρά να συνεχίσουν τις εξωστρεφείς οικονομικές δραστηριότητες των οικογενειών τους στη Ρουμανία, Τουρκία, Αίγυπτο αλλά και την Γαλλία.
Τα ζωγραφισμένα ταβάνια, οι τοιχογραφίες, τα ξυλόγλυπτα ερμάρια και χωρίσματα, αλλά κι όση οικοσκευή επέζησε των φοβερών δεινών της δεκαετίας του 1940, μαρτυρούν τον πλούτο της παλιάς πόλης, ενώ ο σταυρός που βγαίνει μέσα από δύο ρόδα κοσμώντας την κύρια πόρτα του σπιτιού, αποτελούσε σημάδι αναγνώρισης ότι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ανήκε στη μυστική αδελφότητα των Ροδοσταυριτών, όπως άλλωστε η πλειοψηφία των εμπόρων του Λεωνιδίου.

ΠΥΡΓΟΣ ΤΣΙΚΑΛΙΩΤΗ

Της μικρής πόλης προϋπήρχαν οι πύργοι, σωστά οχυρωματικά έργα με πανέξυπνες εξόδους διαφυγής και παγίδες για τους εισβολείς. Είναι κι αυτοί διακοσμημένοι με δεκάδες μυστικά σύμβολα για την αναγνώριση μεταξύ των ''αδελφών'', αλλά και για καλοτυχία. Σήμερα σώζονται τέσσερις πύργοι, διάσπαρτοι μέσα στην πόλη.
Το ομορφώτερο δείγμα ανάμεσα τους, ιδιοκτησία του Δήμου Λεωνιδίου, είναι ο Πύργος Τσικαλιώτη. Η εργασία αποκατάστασης του βραβεύτηκε από την Ε.Ε. και στεγάζει τις πολιτιστικές δραστηριότητες της πόλης.
Η επίσκεψη σε αυτό το καστρόσπιτο που έλαβε την οριστική μορφή του το 1808 είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στην αρχιτεκτονική και την οχυρωματική τέχνη της ύστερης οθωμανικής περιόδου με τη μεσάνδρα του, την κρύπτη του, την έξοδο κινδύνου του, τις πολεμίστρες, το σύστημα αεραγωγών για την καλύτερη θέρμανση του χώρου, τα ανοίγματα στους τοίχους για την αποτροπή των εισβολέων με χρήση διαφορετικών όπλων, τις ταβανογραφίες που μιλούν για το όραμα της εθνικής ανόρθωσης, τα ξυλόγλυπτα ταβάνια του, τους οντάδες του, τον φούρνο και τη στέρνα για την αυτάρκεια του, αλλά και την εσωτερική του τουαλέτα (!) πρωτοφανή καινοτομία για κατοικία της εποχής εκείνης. Μαζί με έναν ''δίδυμο'' του στη Σερβία, ο Πύργος του εμπόρου Τσικαλιώτη είναι το μοναδικό καστρόσπιτο αυτής της περιόδου που σώζεται στα Βαλκάνια.
Η αγορά του από τον Δήμο οφείλεται σε πρωτοβουλία του αείμνηστου δημάρχου, Στυλιανού Μερικάκη, κυριολεκτικά ''σωτήρα του Λεωνιδίου''. Σε μία εποχή που η επαρχία σημαδεύτηκε από την προέλαση των τσιμεντόσπιτων, ο Μερικάκης αγωνίστηκε για να ανακηρυχθεί το Λεωνίδιο ''παραδοσιακός οικισμός'' και τα κατάφερε. Βέβαια η δια νόμου προστασία και διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα του Λεωνιδίου του στοίχισε την επανεκλογή του...

Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Όμως, πέραν της ιστορίας και των μνημείων της, αυτό που με συναρπάζει στο Λεωνίδιο είναι η φύση και ο ανεπιτήδευτος τρόπος ζωής στην κωμόπολη.
Οι μικρές κρυφές παραλίες με τα γκρίζα βότσαλα, τα πράσινα νερά και τις θαλάσσιες σπηλιές με τις μυστικές εξόδους προς τη θάλασσα, ο εθνικός δρυμός του Πάρνωνα με τα μοναδικά κρινάκια, τα θεραπευτικά βότανα και τα σπάνια πουλιά του, οι ''λίμνες'' στα βουνά, φυσικές πισίνες λαξεμένες στα βράχια που γεμίζουν με τα (παγωμένα) νερά της άνοιξης, οι μικροί καταρράκτες και τα ρυάκια στο υψίπεδο στα Τσιτάλια, το ελατόδασος του Κοσμά με τα ερείπια του μεσαιωνικού πύργου του Ορίοντα, το μεθυστικό για τα μάτια και τους πνεύμονες καστανόδασος της Καστάνιτσας, η ανακουφιστική, απόλυτη σιωπή που επικρατεί στο οροπέδιο της Βασκίνας με το μυκηναϊκό νεκροταφείο της, οι σπηλιές και τα βάραθρα στον Άγιο Βασίλη, αλλά και στον ''Ταραμά'' και τη ''Σύντζα'', και ο πυκνός κάμπος με τις πορτοκαλιές, τις μανταρινιές και τις λεμονιές του που μοσχοβολούν την άνοιξη, αυτή την φύση αγαπώ: αυθεντική, ''ανεκμετάλλευτη'', συχνά δύσβατη κι επικίνδυνη, αλλά σίγουρα μη τετριμμένα τουριστική.

Ξαπλώνω στα ξέφωτα του δάσους και παρατηρώ τα σύννεφα να περνάνε αλλάζοντας σχήματα, ακούω το τραγούδι των πουλιών και το ζουζούνισμα των εντόμων, νιώθω την ζέστη του ήλιου και την δροσιά του ανέμου και χάνω την αίσθηση του χρόνου. Μέρες ολόκληρες ζω σε σκιερές παραλίες, σαν αμφίβιο, όπου κανένας δεν θα με ενοχλήσει με τις παραταγμένες σαν στρατιωτάκια σεζ λόγνκ του, τα οργανωμένα μπιτς πάρτυ ή τη μουσική στη διαπασών, με τη παρέλαση των μαγιώ και των παρεό ή την αποπνικτική μυρωδιά αντιηλιακού με άρωμα καρύδας. Αγαπώ τα μικρά χωριά του Πάρνωνα με τις ταβέρνες-μπακάλικα που οι λιγοστοί κάτοικοι με υποδέχονται ως φίλη κι όχι ως πελάτισσα για να μου αφηγηθούν πως πέρασαν τον (σκληρό) χειμώνα.
Βρίσκω συγκινητικό το ότι στη Ελλάδα της κοινωνικής αποξένωσης και της αδιαφορίας για τον διπλανό μας, περπατώ στο Λεωνίδιο κι άγνωστοι μου μιλούν: ''Χαίρετε!'', ''Καλησπέρα!'', ''Γειά σου καμάρι!''.

Το Λεωνίδιο είναι μία μικρή πόλη, εξαιρετικά γοητευτική, αλλά ντροπαλή κι εσωστρεφής. Θέλει υπομονή και γνώση για να την απολαύσετε. Περπατήστε την και μιλήστε με τον κόσμο της, ζητήστε να σας ανοίξουν τους πύργους και τα αρχοντικά, να σας δείξουν τις ''ζωγραφισμένες'' με βότσαλα αυλές, τις εκκλησιές με τις λαϊκότροπες αγιογραφίες τους.
Να μην ντραπείτε, θα το κάνουν: θα σας δείξουν ό,τι θέλετε να δείτε, θα σας μιλήσουν για την ιστορία τους και με τον τρόπο τους θα σας κάνουν να επιστρέψετε ξανά και ξανά στο Λεωνίδιο.

Γενικές πληροφορίες:
Επισκέψεις: Πύργος Τσικαλιώτη, Αγία Κυριακή και Μητρόπολη, Μονή της Σύντζας, Μονή Ελώνης, αλλά και τα γύρω χωριά: Πούληθρα, Πελετά, Τσιτάλια, Βασκίνα, Άγιος Βασίλης, Παλαιοχώρι, Κοσμάς, Πραστός.
Πιο μακρινές εκδρομές: Το Λεωνίδιο απέχει μιάμιση ώρα από την Σπάρτη/ Μυστρά και μιάμιση ώρα από το Ναύπλιο και τις Μυκήνες. Απέχει δύο ώρες περίπου από τη Μονεμβάσια και μία ώρα και κάτι από την Τρίπολη.
Αγαπημένες εποχές: Αρχές φθινοπώρου όταν ο ουρανός αποκτά χρώμα κοραλί κι η άνοιξη όταν λιώνουν τα χιόνια, ανθίζει η φύση και στα βουνά κελαρίζουν τα ποταμάκια.
Το Πάσχα του Λεωνιδίου είναι επίσης ονομαστό για τα έθιμα των φανών και των αερόστατων.
Την Κυριακή του Πάσχα, οι ιερείς της πόλης διαβάζουν το Ευαγγέλιο στα τσακώνικα στην πλατεία του Λεωνιδίου πριν αρχίσει ο χορός. Τραγική ειρωνεία: το Ευαγγέλιο είχε μεταφραστεί αρχικά στα τσακώνικα, ακριβώς επειδή οι κάτοικοι δεν καταλάβαιναν την κοινή ελληνική...
Μετά την ανάγνωση ξεκινά ο χορός, ο ''σαλίγκαρος'', κατά τον οποίο οι χορευτές σχηματίζουν με τα σώματα τους δρομάκια, αψίδες και στοές. Ανθρωπολόγοι υποστηρίζουν ότι ο χορός αυτός δεν είναι άλλος από τον ''Πελαργό'' που δίδαξε στη Νάξο ο Θησέας αφού σκότωσε τον Μινώταυρο και σταμάτησε εκεί για να τελέσει τους γάμους με την Αριάδνη. Λένε ότι αναπαριστά τον μινωικό λαβύρινθο, ένα συμβολισμό για τις περιπλανήσεις της ψυχής μετά τον θάνατο.
Γιορτές της τσακώνικης μελιτζάνας: Προς τιμή της ''ονομασία προέλευσης'' τοπικής μελιντζάνας , ο Δήμος διοργανώνει δύο γιορτές: μία στο Λεωνίδιο το Σαββατοκύριακο περί την 21η Μαϊου κι έναν στην Πλάκα το πρώτο Σάββατο μετά το Δεκαπεντάγουστο.
Υφαντική τέχνη: Τα παραδοσιακά ''χεράκια'', ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της άλλοτε ονομαστής ταπητουργίας του Λεωνιδίου. Το σχέδιο έφερε στα μέσα του 19ου αιώνα μία Ελληνίδα νύφη από το Αϊδίνι. Στην Ανατολή το σχέδιο ονομάζεται ''οδοντωτό τετράγωνο'' ή ''χτένι'', αλλά η ευρηματικότητα των τοπικών υφαντριών, το μετέτρεψε σε μία νέα σύνθεση από αμέτρητα ενωμένα χεράκια που''απλώνονται'' πάνω στο κιλίμι. Απίθανα χρώματα και τολμηροί συνδυασμοί θυμίζουν έντονα συνθέσεις από το Μεξικό ή την Ινδία.
.........................................................
Η Λουκία Ρίτσαρντς είναι εικαστικός. Ανακάλυψε την αγάπη της για τις ίνες και τις πλέξεις μελετώντας το μοτίβο ενός παραδοσιακού τσακώνικου κιλιμιού. Χρησιμοποιεί το ύφασμα, ένα υλικό που θεωρείται ιερό στον ελληνικό πολιτισμό, στα τελευταία έργα της: κοσμήματα, γλυπτά και ταπισερί. Είναι αριστούχος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών του Βερολίνου, υπότροφος (alumna) του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης και του Ιδρύματος Fulbright. Έχει πραγματοποιήσει εκθέσεις (ατομικές/ομαδικές) σε Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία, Ελλάδα. Θεσμικοί συλλέκτες του έργου της είναι, μεταξύ άλλων, οι: Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης στη Νέα Υόρκη (ζωγραφική), Πελοποννησιακό Λογραφικό Ίδρυμα στο Ναύπλιο (σχέδια) και η εταιρεία εμπορίας έργων τέχνης για δημόσιους χώρους artinsite στο Λονδίνο (ταπισερί). Είναι επίσης απόφοιτος της Σχολής Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας. Περνάει μεγάλο μέρος του χρόνου στο Λεωνίδιο. H Λουκία εκθέτει έργα της από ύφασμα στον Πύργο του Τσικαλιώτη, Λεωνίδιο, 7-18 Αυγούστου 2010 κι επιμελείται το Πρώτο Πρόγραμμα Φιλοξενίας Καλλιτεχνών του Δήμου Λεωνιδίου (6-16 Αυγούστου 2010).

2 σχόλια

Ads Place