Page Nav

HIDE

Grid

GRID_STYLE

Hover Effects

TRUE
{fbt_classic_header}

Header Ad

//

Breaking News:

latest

Ads Place

Τα Πλεούμενα

Του Θανάση Π.Κωστάκη (1907-16/12/2006) Το καΐκι "Τασούλα" του Τρίκουλη Ως και μετά το Β' πόλεμο η επικοινωνία της περιοχής με...

Του Θανάση Π.Κωστάκη (1907-16/12/2006)

Το καΐκι "Τασούλα" του Τρίκουλη
Ως και μετά το Β' πόλεμο η επικοινωνία της περιοχής με τον Πειραιά και την Αθήνα γινόταν από τη θάλασσα, δεν υπήρχε από στεριάς δρόμος, εκτός από το μουλαρόδρομο προς τον Άγιο Ανδρέα, που όμως σπάνια τον χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου, για να πάρει το μισθό του έστελνε το γείτονα τον Παναγιώτη στο ταμείο του Άστρους να τον πάρει, και ο Παναγιώτης πήγαινε κι ερχόταν με τα πόδια, το ταμείο στο Λεωνίδιο έγινε πολύ αργότερα. Το ταξίδι λοιπόν γινόταν ή με τα βαπόρια της γραμμής ή με τα (ιστιοφόρα) καΐκια, που κι αυτά ήταν λίγα - του Θ. Τρίκουλη στα Μέλανα και του Επαμεινώνδα, αργότερα του γιου του Σουσούλη στην Πραγματευτή, και μερικές μικρές βάρκες.
Αυτά διακινούσαν και το εμπόριο των χωριών, κυρίως των αχλαδιών, που οι γεωργοί τα συγκόμιζαν το καλοκαίρι, τα 'βαζαν σε κοινά σακιά και τα κατέβαζαν στην παραλία, όπου τους περίμενε ο βαρκάρης. Αυτός τα ζύγιζε, τ' άδειαζε στο αμπάρι της βάρκας, πλήρωνε τον παραγωγό, άνοιγε τα πανιά και ανοιγόταν στο πέλαγο. Αν ο καιρός ήταν καλός, αν φυσούσε δηλαδή κάπως, έπειτα από τρεις περίπου μέρες η βάρκα έφτανε στα Λεμονάδικα του Πειραιά, αν όμως ο καιρός δεν ήταν ευνοϊκός, το ταξίδι μπορούσε να κρατήσει μια βδομάδα, και τότε το φορτίο χαλούσε. Ούτε τ' αχλάδια ούτε οι τομάτες μπορούσαν να διατηρηθούν τόσες μέρες κλεισμένες μέσα στο αμπάρι, καλοκαίρι καιρό. Το είδος μάλιστα που λεγόταν κουβάνα (αχρά), μαύρο αχλάδι, σε σφαιρικό περίπου σχήμα, αν συγκομιζόταν κάπως ώριμο, σάπιζε σε δυο τρεις μέρες, ενώ το κρουστάλλι κρατούσε περισσότερο. Έτσι, ο παραγωγός έπρεπε ή να συγκομίσει νωρίτερα κάπως το προϊόν του, άγουρο κάπως, για να κρατήσει, αλλά να μην το καλοδεχθεί ο μανάβης του Πειραιά, ή να το συγκομίσει ώριμο, οπότε η πιθανότητα να το πετάξει σάπιο στη θάλασσα ήταν μεγάλη. Κάτι ανάλογο γινόταν και με τα αχλάδια του Λεωνιδίου, αν και αυτά μεταφέρονταν με μεγαλύτερα καΐκια, που άντεχαν περισσότερο στον δυνατό κάπως αέρα. Τα βενζινοκίνητα ή πετρελαιοκίνητα καΐκια, παρουσιάστηκαν αργότερα - οι μπεζίνε, οι βενζίνες, όπως τα έλεγαν. Με τα καΐκια και με τις βάρκες ταξίδευαν συχνά και επιβάτες. 
Και ήταν κάπως δύσκολο και αργό το ταξίδι με τα καΐκια εκείνα τα χρόνια, ακόμη κι αν ο αέρας ήταν όσο τον ήθελε ο καπετάνιος: ήταν δύσκολο όταν το καΐκι τον είχε από μπρος, και ήταν τότε υποχρεωμένος ο καπετάνιος να οδηγεί το πλεούμενο με βόλτες, με ζιγκ-ζαγκ δηλαδή, για να μπορέσει να φτάσει στον προορισμό του. Έτσι γινόταν, π.χ. το ταξίδι προς το Ναύπλιο, όταν φυσούσε μελτέμι, ή προς τα νότια, όταν φυσούσε μπάτης. Τα βουκολούδια που βόσκαν τα μανάρια τους στις πλαγιές που γέρναν προς τη θάλασσα, παρακολουθούσαν τις βόλτες αυτές των καϊκιών και υπολόγιζαν σε ποιό σημείο θα πλησιάσει το καΐκι προς τη στεριά, για να πάρει τη βόλτα. Στον Ούπο υπολόγιζε ο ένας, όχι στη Λινά<α, έλεγε ο άλλος, στον Λυκοσκούφη επέμενε ο τρίτος. 
Και όταν το πλεούμενο πλησίαζε προς τη στεριά, για να πάρει τη βόλτα, τα παιδιά ξεσπούσαν σε φωνές: Γεια σου, ρε κουμπάρε, ρεεεε! Και αν τύχαινε -σπάνια- ν' ακούσει το πλήρωμα τις φωνές και ν' απαντήσει, τότε οι φωνές των παιδιών δυνάμωναν περισσότερο και η χαρά που έπαιρναν για την απάντηση ήταν μεγάλη. 
Ύδρα ή Υδράκι
Αυτά για τα μικρά πλεούμενα, η συγκοινωνία όμως η κανονική γινόταν με τα βαπόρια, που ξεκινούσαν το πρωί στις οκτώ από τον Πειραιά, προσέγγιζαν αρκετά μέρη κι έφταναν στο Λεωνίδιο κατά τις πέντε ή έξι το απόγευμα. Για τους Λεωνιδιώτες βαρκάρηδες και το συναγωνισμό μεταξύ τους, για το ποιός θα πάρει τους περισσότερους επιβάτες, έχω μιλήσει αλλού: Και ανάμεσα στα πλοία όμως υπήρχε συχνά συναγωνισμός. Το Λεωνίδιο, ήταν το καλύτερο, νομίζω, λιμάνι για τα πλοία του Αργοσαρωνικού. Καθώς δεν υπήρχαν δρόμοι από στεριά, μια μεγάλη σχετικά περιοχή περίμενε να εξυπηρετηθεί με τα πλοία που έφταναν στην Πλάκα ή Νησί. Από τον Τυρό έως τα Πούλιθρα, το Πηγάδι, τα Πελετά-ως το Μαρί και την Κουνουπιά, από τον Κοσμά, τον Άγιο Βασίλη και το Παλαιοχώρι- οι δήμοι δηλαδή Λιμναίων, Μαριού, Σελινούντος δεν είχαν άλλον τρόπο να ταξιδέψουν προς τον Πειραιά. Γι' αυτό και τα καράβια συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιό θα πάρει τους περισσότερους επιβάτες. Και ο συναγωνισμός αφορούσε και τη γρήγορη εξυπηρέτηση των επιβατών, αλλά και την τιμή των εισιτηρίων, που ήταν τότε γύρω στις 15 δραχμές από το Λεωνίδιο στον Πειραιά, "με μια μακαρονάδα" μαζί, προσφορά από το πλοίο, όταν υπήρχε συναγωνισμός. 
Το παλαιότερο καράβι που θυμάμαι πως περνούσε προς το Ναύπλιο ήταν το Γουδί, έτσι το έλεγαν. Είχε τους τροχούς εξωτερικά, φαίνονταν από μακριά αλλά και ακούγονταν από τη στεριά. Μας έκανε εντύπωση η ... ταχύτητά του, τόσο που είχαμε κάνει και ένα δίστιχο που το απαγγέλλαμε μόλις το βλέπαμε να περνάει: "Το παπόρι το Γουδί, δε μπορεί να κουνηθεί, για να πάει στον Περαία, όπου θα περνάμ' ωραία ..."
Μοσχάνθη
Το χρώμα του ήταν βαθύ σκούρο, όπως και των άλλων δύο που έκαναν το ίδιο δρομολόγιο, της Ιωάννας και της Μοσχάνθης, το τελευταίο της εταιρείας Τόγια. Ήταν κι αυτά παλιά και αργοκίνητα. Το «γρηγορότερο» πλοίο της γραμμής ήταν το Υδράκι -Ύδρα ήταν το επίσημο όνομά του της εταιρείας Λεούση και με καπετάνιο τον καπετάν Σταμάτη, έτσι λέγαμε όλοι, που καμαρώναμε κάπως βλέποντάς το, σαν να ήταν δικό μας. Το Υδράκι, αντίθετα από τα άλλα τρία που αναφέραμε -τα άλλα δεν τα θυμάμαι- ήταν κάτασπρο. 'Ήταν όμως και "στενό", έλεγαν όλοι, γι' αυτό και "κουνούσε" πολύ, οι επιβάτες, στεριανοί, συνήθως, όλοι τους, ξερνοβολούσαν διαρκώς, ώσπου να φτάσουν στην Πλάκα, και τρίκλιζαν ώσπου να συνηθίσουν στη στεριά. Το Υδράκι χάθηκε κατά τον πόλεμο, το τορπίλισαν οι Γερμανοί σ' ένα του ταξίδι προς -ή από- την Κρήτη. 
'Όταν τα πλοία της γραμμής έφταναν στην Πλάκα, ο κόσμος πλησίαζε στην παραλία για να τα χαρεί από κοντά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιαζόταν, όταν στο πλοίο είχαν φορτωθεί μεγάλα ζώα - βόδια ή αλογομούλαρα. Τα ζώα βρίσκονταν στο αμπάρι του πλοίου και παίρνονταν ένα ένα απ' αυτό με το βίτζι.Το 'πιανε από την κοιλιά, το σήκωνε ψηλά και τ' άφηναν να πέσουν μαλακά στη θάλασσα, απ' όπου, κολυμπώντας, έβγαιναν στη στεριά.
Για το συναγωνισμό και των βαρκάρηδων του Λεωνιδίου έχομε μιλήσει αλλού. Οι γνωστότεροι στα παλιότερα χρόνια, ήταν ο Νιόνιος ο Αγαντίνος, ο Ηλίας ο Καπετάνιος και οι Δεληγιάννηδες. 
'Όταν είχαν συναγωνισμό -κι αυτό δεν ήταν σπάνιο- φόρτωναν νωρίς τους επιβάτες στις βάρκες τους και ανοίγονταν μεσοπέλαγα, γαντζώνονταν στο πλοίο, πηδούσαν μέσα σ' αυτό και .. καπάρωναν τους επιβάτες, που θα 'βγαζαν καθένας τους από το πλοίο στη στεριά, με τις βάρκες τους. Συνήθως όμως αυτή η ... πειρατική επιχείρηση γινόταν με άδειες τις βάρκες που κινούσαν από το λιμάνι, απόφευγαν την ταλαιπωρία τους, πριν ακόμη αρχίσει το ταξίδι τους. Από τα πλοία που σημειώσαμε παραπάνω, το ταχύτερο ήταν το Υδράκι, Ταξίδευε με ταχύτητα δέκα περίπου μιλίων την ώρα, αλλά, όπως σημειώσαμε, κουνούσε πολύ, έτσι πίστευαν όλοι. 
Η μεταφορά των επιβατών από το Λεωνίδιο στην Πλάκα, όπως και η αντίθετη διαδρομή γινόταν με κάρα, δίτροχα ή με αμάξια, τετράτροχα, ξέσκεπα φυσικά. Τα πρώτα έπαιρναν γύρω στους δέκα επιβάτες και τα αμάξια περισσότερους, μαζί με τις αποσκευές τους. 'Όταν το ταξίδι αυτό των τεσσάρων χιλιομέτρων ως την Πλάκα, γινόταν με βροχή, οι επιβάτες έπρεπε να είναι εφοδιασμένοι με ομπρέλες, για να μη γίνουν μούσκεμα. Από τα γύρω χωριά οι επιβάτες έρχονταν στο λιμάνι με τα μουλάρια τους, δεν ήταν ανάγκη να περάσουν από το Λεωνίδιο, εκτός από τους Κοσμίτες, τους Αγιοβασιλειώτες, τους Πλατανακιώτες και τους Παλιοχωρίτες, που υποχρεωτικά θα περνούσαν από 'δω. Παλαιότερα και το δρομολόγιο από τα τρία αυτά χωριά ως το λιμάνι γινόταν με τα μουλάρια, αργότερα ανοίχτηκε ο δρόμος, με πρωτοβουλία των Κοσμιτών της Αμερικής, που διέθεσαν και το αρχικό κεφάλαιο. Αργότερα το έργο τελείωσε με κρατική δαπάνη. 
Το Μάη γινόταν στο Λεωνίδιο και μεγάλο παζάρι, πουλιόνταν, εκτός από τα άλλα, και αρκετά αλογομούλαρα. Συγκεντρώνονταν κοντά στο πηγάδι, που τότε ήταν το μοναδικό στο Λεωνίδιο, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω από το μεγάλο γεφύρι, αυτό που οδηγεί προς την Πλάκα. Το πηγάδι είχε βάθος μεγαλύτερο από τριάντα μέτρα, και η άντληση γινόταν με το χέρι, ήταν κουραστική. Το νερό ήταν καλό, απ' αυτό πρόσφεραν συνήθως και τα καφενεία. 
Ο παλιότερος νερουλάς του Λεωνιδίου ήταν ο Φραντζέσκος, αυτόν θυμάμαι, ηλικιωμένος, μικρόσωμος και με συντροφιά πάντοτε το γαϊδουράκι του, που το φόρτωνε με δυο στάμνες νερό, κάποτε και με τρίτη, μισόγιομη αυτή, και τις άδειαζε σε στάμνες των καφενείων. Όταν η δουλειά ήταν πολλή, φορτωνόταν και ο ίδιος μια στάμνα στη ράχη. Το νερό κόστιζε μια δραχμή κάθε στάμνα. 
Στην άκρη του τότε Λεωνιδίου, προς την Πλάκα, δεξιά ήταν ένα ωραίο σπιτάκι, με κήπο και πολλά γιασεμιά, δε θυμάμαι όμως το όνομα του ιδιοκτήτη. Ο γαμπρός του, παλιός χωροφύλακας, νομίζω, έσκαβε εκεί προς τη Γιούρα κι έβρισκε αρχαία, έτσι έλεγαν, γι' αυτό και του είχαν δώσει και το παρατσούκλι "αρχαιολόγος". Ακόμα χαμηλότερα ήταν η "Πλατάνα", μια μεγάλη πλατάνα, αριστερά του δρόμου, όπου έλεγαν πως έβγαινε ένα στοιχειωμένο φίδι, που το σκότωσαν και το σώμα του βρισκόταν στο μοναστήρι του Αι-Νικόλα, μέσα σε δοχείο με λάδι. Αυτό το λάδι το χρησιμοποιούσαν για φάρμακο.


Αναδημοσίευση από τα "Σύμμεικτα Τσακωνικά" του Θανάση Π.Κωστάκη
Χρονικά των Τσακώνων Τόμος Η'
Αθήνα 1987

1 σχόλιο

  1. πρεπει να υπήρχε απο όσο θυμάμαι, εμπορική διασύνδεση Λεωνιδιου-Σπετσων-Υδρας-Κυπαρισιας με το παραδοσιακό τρεχαντίρη ΑΓ.ΝΙΚΟΛΑΟΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ads Place