Του δασκάλου Γιάννη Θ. Κορολόγου. Όμορφη η μαθητική μας ζωή στο οχτατάξιο Γυμνάσιο του Λεωνιδίου εκείνα τα χρόνια. Ας ήταν χρόνια στερημένα,...
Όμορφη η μαθητική μας ζωή στο οχτατάξιο Γυμνάσιο του Λεωνιδίου εκείνα τα χρόνια. Ας ήταν χρόνια στερημένα, ας ζούσαμε μακριά από τους δικούς μας, πότε ως οικότροφοι, πότε μόνοι, εργένηδες, με όλη την ευθύνη του νοικοκυρέματος πάνω μας.
Αξέχαστες νοσταλγικές αναμνήσεις φωλιάζουν στο νου και στην καρδιά μου. Όνειρα και φιλοδοξίες τόσων παιδιών πήραν σάρκα και οστά σ' αυτό το Γυμνάσιο. Φιλόπονοι οι καθηγητές, έδιναν όλο τους τον εαυτό για να μας εφοδιάσουν με τις απαραίτητες γνώσεις σε μια εποχή γεμάτη στερήσεις και αγωνία.
Οι περισσότεροι καθηγητές ήσαν ντόπιοι και μόνιμοι, όπως ο Θεόδ. Χαρμαντάς, ο Λεων. Γιαννούσης, ο Αλέξ. Τσιγκούνης, ο Αθαν. Κατσίγκρης, ο lωάνν. Μερμίγκης, ο Γεώργ. Διασίτης.
Τον Χαρμαντά τον συμπαθούσα ιδιαίτερα για δύο λόγους.
Στις εισιτήριες εξετάσεις πήγα ξυπόλητος στο Λενίδι. Ένιωθα βέβαια μειονεκτικά, αλλά η θέληση να μάθω γράμματα έδιωχνε αυτό το συναίσθημα. Με άλλα τέσσερα παιδιά, άγνωστα σ' εμένα, από άλλα Δημοτικά σχολεία, μπήκαμε στην αίθουσα για να μας εξετάσουν προφορικά. Αφού απάντησα σωστά και στις ερωτήσεις που τα άλλα παιδιά δεν καλογνώριζαν, με πλησιάζει ο Χαρμαντάς, με χαϊδεύει μ' ένα βλέμμα γεμάτο συμπάθεια, σαν να μου χάρισε εκείνη τη στιγμή τα πιο όμορφα παπούτσια, σαν να μου έδωσε τα φτερωτά πέδιλα του Ερμή. Έσκυψε κοντά μου και μου λέει: -Μη στενοχωριέσαι που δε φοράς παπούτσια. Εμείς εδώ εξετάζουμε το μυαλό και όχι τα πόδια.
Τον συμπαθούσα ακόμη, γιατί όταν άρχισαν τα μαθήματα τον Οκτώβριο μήνα, με παρακάλεσε να του πάω γκόρτσα από την Παλιόχωρα. Μου φάνηκε παράξενο, αλλά και μ' εντυπωσίασε που ένας καθηγητή; καταδέχεται να φάει γκόρτσα σαν κι εμάς τους χωριάτες.
Κάθε δέκα ή δεκαπέντε μέρες έρχονταν από τον Τυρό οι γονείς μας και μας έφερναν τα απαραίτητα "κουμπάνια". Αβγά, τυρί, λάδι, πατάτες, μερικά κομμάτια πίτα, (λαχανόπιτα ή κολοκυθόπιτα), ελιές, ψωμί, λίγα όσπρια, χόρτα, μπορεί και κανένα μαγειρεμένο κοτόπουλο. Δεν έλειπαν βέβαια και τα καυσόξυλα. Τις πρώτες μέρες καλοπερνούσαμε, μετά ερχόταν η εποχή ... των ισχνών αγελάδων. Τη βγάζαμε με σαρδέλες, ρέγγες (ήταν φτηνές τότε) και τηγανιτές πατάτες.
Για μας τα Τυριοτόπουλα, το στέκι μας ήταν στο καπνοπωλείο του Παν. Κουνιά, εκεί που σήμερα είναι το κρεοπωλείο "Τσακωνιά" του Κοντοδήμου. Εκεί βρίσκαμε και το ταγάρι που έφερνε κανένας γείτονας από τον Τυρό, σαν συμπλήρωμα. Το παίρναμε με χαρά, γιατί το περιεχόμενό του θα σταματούσε τη σαρδελοφαγία.
Οι φούρνοι του Χαλίδα, του Κουρμπέλη και του Τρούμπα, καθώς και το ζαχαροπλαστείο του Σάββα, ήταν πειρασμός για μας. Μας λύγωνε η μοσχοβολιά από το ψωμί, τα ψητά, τα γλυκά και μας γινόταν καρφί στα μάτια η θέα του άσπρου ψωμιού και το λαχταριστό περιεχόμενο στις λαμαρίνες.
Εμείς τα Τυριοτόπουλα είχαμε και το "λόχο" μας. Έτσι είχαμε χαρακτηρίσει το σπίτι της Σούρσενας που έμεναν τέσσερα πατριωτάκια. Μαζευόμαστε εκεί πότε παίζοντας κανένα χαρτάκι με μια ξεθωριασμένη τράπουλα, πότε ρεφενίζοντας ... και μη αμαρτάνοντας.
Το απόγευμα, η βόλτα μας ήταν στο κεντρικό δρόμο του Λενιδιού και στο δρόμο της Πλάκας. Αποκαλυπτόμασταν κάθε φορά που συναντούσαμε καθηγητή στο δρόμο, γιατί το μαθητικό πηλίκιο με την κουκουβάγια ήταν μόνιμο και υποχρεωτικό στο κεφάλι μας στις εξόδους μας, κρύβοντας και το μαλλί που δεν ξεπερνούσε τους πέντε πόντους.
Σαν νύχτωνε, άδειαζαν οι δρόμοι από το μαθητόκοσμο. Έπρεπε όλοι να είμαστε στα σπίτια μας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι καθηγητές έκαναν και τις σχετικές εφόδους.
Φιλόξενη η κοινωνία του Λεωνιδίου, μας συμπαραστεκόταν στις δυσκολίες μας και στα προβλήματά μας. Ένας έπαινος, ένας καλός λόγος, μια συμβουλή, ένα φίλεμα ήταν αρκετά για να τονώσουν το ηθικό μας και να μας χαρίσουν ψυχική ζεστασιά.
Η γειτονιά, μας είχε σαν δικά της παιδιά και μάλιστα στα δύσκολα χρόνια του 1947-49, τότε που ο φόβος και η αγωνία να χτυπήσουν οι αντάρτες το Λενίδι ήταν μεγάλος. Με χτυποκάρδι γινόταν και το μάθημα. Κάποιοι άσκοποι πυροβολισμοί, κάποια νάρκη που έσκαζε από το πέρασμα του σκύλου μάς αναστάτωνε. Η μάχη στις 21 του Γενάρη του 1949 άφησε βαθιά σημάδια στην ψυχή μας και πέρασε αρκετός καιρός για να ξαναβρούμε τον εαυτό μας.
Ποιός μπορεί να ξεχάσει τις όμορφες και συγκινητικές στιγμές από τις μαθητικές μας εκδρομές στην Πλάκα, στο Λάκκο, ή αλλού, όπου τα παιδιά των ανοιχτοχέρηδων περιβολάρηδων σχημάτιζαν ολόκληρους σωρούς από μανταρίνια και πορτοκάλια για να μοιραστούν στη συνέχεια σε όλα τα γυμνασιόπαιδα από τους καθηγητές!
Ποιός δε θυμάται το τρίτο δεκαήμερο του Μαϊού, κάθε χρόνο, τότε που η καρδιά του Λεωνιδίου χτυπούσε στο ποτάμι με τα θεόρατα πλατάνια! Ήταν το καθιερωμένο δεκαήμερο πανηγύρι με τα πρόχειρα μαγαζιά, αρκετά για να εφοδιάσουν την περιοχή από ρουχισμό για προίκα, μέχρι χαλκωματένια σκεύη. Και γιατί όχι και από αλογομούλαρα, που οι τσαμπάσηδες μόνο κουσούρια δεν έβρισκαν στη ζωντανή πραμάτεια τους.
Από κοντά κι εμείς στους δικούς μας που βλέπαμε φουσκωμένο το κομπόδεμα. Κάποιο πουκάμισο, κάποιο πουλοβεράκι, κάνα ζευγάρι κάλτσες θα τα κερδίζαμε.
Τις διακοπές των Χριστουγέννων, της Αποκριάς, του Πάσχα και του Καλοκαιριού παρέες - παρέες, γεμάτοι νοσταλγία, παίρναμε το δρόμο για το χωριό με τα αδειανά υφαντά ταγάρια στην πλάτη. Είχαμε επιθυμήσει τα γνώριμα μέρη του Τυρού, τη ζεστασιά του πατρικού σπιτιού. Οι κήποι και τα αμπέλια στα Μέλανα και στο "Σερνιάλι" δοκιμάζανε τις επιδρομές μας για λίγες αγκινάρες, για μερικά κουκιά, κανένα μαρούλι ή φρούτο. Βέβαια είχαμε και την προνοητικότητα. Ένας από την παρέα φύλαγε "τσίλιες". Και, αφού απολαμβάναμε τα ζαρζαβατικά μας, χωριζόμαστε σε ...αντιμαχόμενες παρατάξεις κι αρχίζαμε τον πετροπόλεμο ως τον Τυρό.
Έξι χρόνια στο Γυμνάσιο Λεωνιδίου γεμάτα αναμνήσεις. Παρά τις τόσες δυσκολίες εκείνου του καιρού ανταποκριθήκαμε στις φιλοδοξίες των καθηγητών, στα όνειρα των γονιών μας, στις προσδοκίες τις δικές μας.
Ας ένι κα ο Άγιε Λίδι.
Από το βιβλίο "Αναμνήσεις και Αναδρομές ενός Τσάκωνα"
Έκδοση:Αθήνα 2002



Δεν υπάρχουν σχόλια